- μεταπνοή
- μεταπνοήrecovering of breathfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεταπνοή — μεταπνοή, ἡ (Α) [μεταπνέω] (κατά τον Ησύχ.) «τὸ ἀναλαμβάνειν πνοήν, ἀναπνοήν, ἀνάπαυσις, ἀνακούφισις, αναψυχή» … Dictionary of Greek
μετάψυξις — μετάψυξις, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μεταπνοή», ανάκτηση τής αναπνοής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ψῦξις, κατά τον Ησύχ. «πνοή»] … Dictionary of Greek